επήρεια

επήρεια
η (AM ἐπήρεια)
μσν.- νεοελλ.
η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια τού φαρμάκου»)
αρχ.-μσν.
1. κακή, βλαβερή επίδραση
2. επίθεση, κακομεταχείριση
3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία
4. φιλότιμο, αξιοπρέπεια
μσν.
1. οικονομική υποχρέωση
2. εξαναγκασμός σε κάποια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που, κατά μία άποψη, προέρχεται πιθ. από επίθ. *επ-ηρής και συνδέεται με τα αρειή, αρή, ενώ άλλοι θεωρούν ως β' συνθετ. τον αμάρτυρο τ. *έρος, οπότε το -η- είναι προϊόν τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει. Ο τ. *έρος απαντά πιθ. στο ερεσχηλείν ή μπορεί ακόμη να θεωρηθεί απαθής βαθμίδα τών τύπων άρος, αρειή, Άρης αλλά και απ-αρές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπηρεία — ἐπηρείᾱ , ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείᾳ — ἐπηρείᾱͅ , ἐπήρεια insulting treatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρεια — insulting treatment fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επήρεια — η 1. (για άψυχα), επίδραση, επενέργεια (ιδίως κακή ή βλαβερή): Η επήρεια της υγρασίας σκεβρώνει τα ξύλα. 2. (για πρόσωπα), η επίδραση (επιρροή) που ασκεί κάποιος σε άλλους ή δέχεται από άλλους, επίδραση ηθική, επηρεασμός: Ασκεί μεγάλη επήρεια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπηρείας — ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem acc pl ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείαν — ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρειῶν — ἐπήρεια insulting treatment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείαις — ἐπήρεια insulting treatment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείης — ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρειαι — ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”