- επήρεια
- η (AM ἐπήρεια)μσν.- νεοελλ.η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια τού φαρμάκου»)αρχ.-μσν.1. κακή, βλαβερή επίδραση2. επίθεση, κακομεταχείριση3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία4. φιλότιμο, αξιοπρέπειαμσν.1. οικονομική υποχρέωση2. εξαναγκασμός σε κάποια ενέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που, κατά μία άποψη, προέρχεται πιθ. από επίθ. *επ-ηρής και συνδέεται με τα αρειή, αρή, ενώ άλλοι θεωρούν ως β' συνθετ. τον αμάρτυρο τ. *έρος, οπότε το -η- είναι προϊόν τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει. Ο τ. *έρος απαντά πιθ. στο ερεσχηλείν ή μπορεί ακόμη να θεωρηθεί απαθής βαθμίδα τών τύπων άρος, αρειή, Άρης αλλά και απ-αρές].
Dictionary of Greek. 2013.